Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «η σφράγιση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, με την αιτιολογία ότι η θέση σε δημόσια λατρεία του Ναού από τον Ηγούμενο της μονής Βλατάδων πραγματοποιήθηκε χωρίς κανονική άδεια της Αρχιεπισκοπής, δεν αιτιολογείται»

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο κέρδισε σήμερα την δικαστική μάχη στο Συμβούλιο της Επικρατείας και έχασε η Αρχιεπισκοπή Αθηνών για τον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου, Αγίων Αναργύρων και Αγίας Φωτεινής στο κτήμα Προμπονά των Άνω Πατησίων.

Ειδικότερα, το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 1999/2018 απόφασή του κατά πλειοψηφία έκανε δεκτή ως βάσιμη την αίτηση ακύρωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι «η προσβαλλόμενη πράξη η οποία διατάσσει τη σφράγιση του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου, Αγίων Αναργύρων και Αγίας Φωτεινής Κληροδοτήματος Δημητρίου Προμπονά, με την αιτιολογία ότι η θέση σε δημόσια λατρεία του Ναού από τον Ηγούμενο της μονής Βλατάδων πραγματοποιήθηκε χωρίς κανονική άδεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, δεν αιτιολογείται».

Αναλυτικότερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και η Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων είχαν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου για την υπόθεση του κτήματος Προμπονά.

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου είχε σφραγιστεί καθώς είχε επιχειρηθεί να τεθεί σε λειτουργία χωρίς την άδεια του Αρχιεπισκόπου.

Όμως, ο ηγούμενος της Μονής Βλατάδων προχώρησε στο άνοιγμα του Ναού και τέλεσε τους Β΄ Χαιρετισμούς χωρίς την άδεια της Εκκλησίας. Στην συνέχεια ο ηγούμενος επανήλθε και τέλεσε δεύτερη λειτουργία σε εξωτερικό χώρο, καθώς δεν μπόρεσε να εισέλθει στο ναό ενώ η Ιερά Σύνοδος απέστειλε επιστολή στον Επίσκοπο Αμορίου και τον καλεί να δώσει εξηγήσεις για τις πράξεις του.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητούσε από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών για τη σφράγιση του Ναού , γιατί παραβιάζει το δικαίωμα λατρείας κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρο 13) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 9), όπως επίσης παραβιάζει το καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και έχει πλημμελή αιτιολογία.